- γαίσος
- γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α)είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ. τύπος πιθανόν να προέρχεται από τον λατ. τ. και όχι απευθείας από τον γαλατικό. Ανάγονται δε σε ινδοευρ. ρίζα *ĝhaiso- «μπαστούνι, ακόντιο»Πρβλ. αρχ. ιρλ. gae «κοντάρι, ακόντιο», αγγλοσαξ. gāτ «κοντάρι, ακόντιο», κορν. gew «ακόντιο, κοντάρι» κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.